Antes de que continúes, querido lector, debo advertirte que la peregrinación a Roma que estoy a punto de relatarte fue un perfecto desastre. Si esperas encontrar en este libro una historia de superación, hazañas físicas, fuerza de voluntad y victoria sobre uno mismo, es mejor que dejes ya la lectura, para evitar una decepción. Como sabiamente decía Aristóteles (digo yo que sería Aristóteles, porque era un señor muy sabio y decía muchas cosas): «Dichoso quien ocupa su tiempo en meditar sobre sus propios logros, porque tendrá mucho tiempo libre».
La triste realidad es que apenas hubo plan o propósito que no rompiéramos a lo largo del camino mis dos compañeros y yo. De hecho, empezamos incumpliendo la primera norma de toda peregrinación y esta primera transgresión marcó el tono general de todo nuestro viaje. Lo dicho, un desastre de peregrinación.
La primera norma de toda peregrinación dice, sencillamente, que el camino debe comenzar en la puerta de la propia casa. De otro modo, apenas puede hablarse de peregrinación. Cuando un peregrino medieval decidía caminar hasta Santiago (o era amablemente invitado a hacerlo por su confesor, para purgar sus pecados), no iba en carroza hasta Roncesvalles para comenzar allí su camino. No. Se calzaba las alpargatas, tomaba el cayado y el zurrón, se despedía de la familia entre las abundantes lágrimas de sus parientes más próximos y echaba a andar los meses que hicieran falta hasta llegar a su destino (si los bandidos, los animales salvajes, el frío, el hambre o las pestes no acortaban sensiblemente la peregrinación, claro).
Nosotros, sin embargo, no teníamos los tres meses que habríamos tardado en hacer el viaje entero hasta Roma desde nuestra casa a base de alpargata y carretera. Así pues, decidimos hacer lo más parecido posible. Como no podíamos salir andando desde España, fuimos en avión hasta una de las antiguas Españas, para salir desde allí. Es decir, viajamos hasta Nápoles. Porque Nápoles y Sicilia, aunque parezca mentira, fueron un tiempo Españas. Cuando las monedas de Felipe II decían Hispaniarum Rex, era una forma abreviada de decir Rey de Nápoles, de Sicilia y de otros muchos sitios. La bella ciudad de Nápoles fue una de las joyas de la Corona española (o aragonesa) durante dos siglos y medio, poco menos tiempo que Argentina, por ejemplo. Es una muestra del triste estado de nuestro sistema educativo que casi nadie sea consciente de ello. | Πριν συνεχίσεις, αγαπητέ αναγνώστη, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι το προσκυνηματικό ταξίδι στη Ρώμη που πρόκειται να σου διηγηθώ ήταν σκέτη καταστροφή. Αν περιμένεις να βρεις σ’ αυτό το βιβλίο μια ιστορία υπεροχής, άθλους, δύναμη της θέλησης και επικράτηση κάποιου επί του ίδιου του εαυτού του, καλύτερα να αφήσεις αμέσως την ανάγνωση, για να μην απογοητευτείς. Όπως σοφά έλεγε ο Αριστοτέλης (υποθέτω ότι ήταν ο Αριστοτέλης, καθώς ήταν πολύ σοφός κύριος και έλεγε πολλά πράγματα): «Τυχερός αυτός που ασχολείται με το να συλλογίζεται τα επιτεύγματά του, καθώς θα έχει πολύ ελεύθερο χρόνο». Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξε ούτε ένα σχέδιο ή στόχος που να μην αθετήσαμε σε όλη τη διαδρομή οι δύο συνταξιδιώτες μου κι εγώ. Πράγματι, ξεκινήσαμε να παραβιάζουμε τον πρώτο κανόνα του προσκυνήματος, και η παράβαση αυτή καθόρισε τη γενικότερη πορεία του ταξιδιού μας. Τη σκέτη καταστροφή, όπως προείπα. Ο πρώτος κανόνας του προσκυνηματικού ταξιδιού λέει απλούστατα ότι η διαδρομή πρέπει να ξεκινά από την πόρτα του σπιτιού σου. Διαφορετικά, δε γίνεται να μιλάμε για προσκύνημα. Όταν ένας προσκυνητής του Μεσαίωνα αποφάσιζε να πάει με τα πόδια μέχρι το Σαντιάγο (ή του το ζητούσε ο εξομολογητής του, για να εξαγνίσει τις αμαρτίες του) δεν πήγαινε με άμαξα μέχρι το Ρονθεσβάγιες, για να ξεκινήσει από εκεί τη διαδρομή του. Όχι. Φορούσε σανδάλια, έπαιρνε τη μαγκούρα και τον δερμάτινο σάκο, αποχαιρετούσε την οικογένεια και τους πλημμυρισμένους με δάκρυα συγγενείς και ξεκινούσε να μετρά τους μήνες που υπολείπονταν για να φτάσει στον προορισμό του (αν, φυσικά, οι ληστές, τα άγρια ζώα, το κρύο, η πείνα ή η πανώλη δε διέκοπταν ολοφάνερα το ταξίδι του). Εμείς, ωστόσο, δε διαθέταμε τους τρεις μήνες που θα μας έπαιρνε κανονικά ολόκληρο το ταξίδι για τη Ρώμη ξεκινώντας από το σπίτι μας με σανδάλια και περπατώντας. Έτσι, λοιπόν, επιλέξαμε να κάνουμε ό,τι πιο παραπλήσιο. Καθώς δε γινόταν να φύγουμε από την Ισπανία με τα πόδια, πήραμε το αεροπλάνο για μια πόλη της παλιάς Ισπανίας, για να φύγουμε από εκεί. Δηλαδή, ταξιδέψαμε μέχρι τη Νάπολη. Διότι η Νάπολη και η Σικελία, αν και μοιάζει σαν ψέμα, κάποτε ήταν ισπανικές. Όταν τα νομίσματα του Φιλίππου Β’ έγραφαν Hispaniarum Rex, εννοούσαν εν συντομία τον Βασιλιά της Νάπολης, της Σικελίας και άλλων πολλών τόπων. Η πανέμορφη πόλη της Νάπολης αποτελούσε ένα από τα στολίδια του Στέμματος της Ισπανίας (ή της Αραγωνίας) για δύο αιώνες και κάτι, λίγο λιγότερο από ό,τι η Αργεντινή, για παράδειγμα. Πρόκειται για ένα δείγμα της θλιβερής κατάστασης του εκπαιδευτικού μας συστήματος που σχεδόν κανείς δε γνωρίζει. |