Translation glossary: EN>GR Kudoz

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 301-350 of 673
« Prev Next »
 
δικαιοτελεστική λειτουργία του δικαίουlaw-enforcement function of the law 
греческий (новогреческий) => английский
κόστος αναπαραγωγήςcost of reproduction/rebroadcast 
греческий (новогреческий) => английский
μη εξοπλιστικό υλικόnon armament/military material 
греческий (новогреческий) => английский
Όμιλος Εξυπηρετήσεως Επιχειρήσεωνbusiness services group 
греческий (новогреческий) => английский
JacobitesΙακωβίτες 
английский => греческий (новогреческий)
Jordan's under-the-radar statusη κατάσταση της Ιορδανίας υπό τον έλεγχο των ραντάρ 
английский => греческий (новогреческий)
knick-knack poundshop gold cherubs in a slightly jarring mixχρυσά χερουβείμ αγορασμένα από κατάστημα του ενός ευρώ σε ένα ελαφρώς παράταιρο συνδυασμό 
английский => греческий (новогреческий)
Lawful businessνόμιμες (επιχειρηματικές) δραστηριότητες 
английский => греческий (новогреческий)
lead-acid automative batteriesμπαταρίες μολύβδου-οξέος για αυτοκίνητα 
английский => греческий (новогреческий)
lease for saleδικαίωμα εκμετάλλευσης (ή χρήσης) προς πώληση 
английский => греческий (новогреческий)
legal entity incorporatedΝομικό πρόσωπο που συστάθηκε / συσταθέν 
английский => греческий (новогреческий)
Letter of Agreementσυμφωνητικό/έγγραφο συμφωνίας/επιστολή συμφωνίας 
английский => греческий (новогреческий)
liftsανυψωτικά μηχανήματα, κλαρκ, ανελκυστήρες, ανυψωτήρες 
английский => греческий (новогреческий)
ligne de fondβασική/τελική γραμμή 
французский => греческий (новогреческий)
ligroineλιγροΐνη 
французский => греческий (новогреческий)
likelihood surfaceεπιφάνεια πιθανοφάνειας 
английский => греческий (новогреческий)
limited endsμικρή πρόοδος, περιορισμένοι στόχοι, ήσσονος σημασίας επιτεύγματα 
английский => греческий (новогреческий)
limiter cap / pilot screwκεφαλή στραγγαλισμού / βίδα ρύθμισης (μίγματος) 
английский => греческий (новогреческий)
line of sightοπτική γραμμή, γραμμή σκόπευσης, γραμμή όρασης 
английский => греческий (новогреческий)
linearly polarized lightγραμμικα πολωμένο φως 
английский => греческий (новогреческий)
Liquid Grey Clearcoat Metallicγκρι μεταλλικό με διαφανή επίστρωση (clearcoat) / γκρι μεταλλικό με διαφανές επίχρισμα/αστάρι 
английский => греческий (новогреческий)
living anxiouslyαγωνιώδης διαβίωση / άγχος / αγχώδης ύπαρξη 
английский => греческий (новогреческий)
loadφορτίο 
английский => греческий (новогреческий)
logicianλογικολόγος / κάτοχος / γνώστης της επιστήμης της λογικής 
английский => греческий (новогреческий)
long-heldπατροπαράδοτες/πάγιες 
английский => греческий (новогреческий)
loss of businessαπώλεια πελατείας / απώλεια τζίρου 
английский => греческий (новогреческий)
LRU - line replaceable unitμονάδα αντικαταστάσιμη στη γραμμή πτήσης 
английский => греческий (новогреческий)
MaafarisΜααφάρι/Μαφάρι 
английский => греческий (новогреческий)
make a strong fashion statementέντονα αισθητή τη δική σας άποψη για τη μόδα 
английский => греческий (новогреческий)
male sexαρσενικό φύλο, άρρεν φύλο 
английский => греческий (новогреческий)
manufacturing plantsεργοστάσια κατασκευής, κατασκευαστικές μονάδες 
английский => греческий (новогреческий)
marginal homogeneityοριακή ομοιογένεια, περιθωριακή ομοιογένεια 
английский => греческий (новогреческий)
marker-assisted selectionεπιλογή µε τη βοήθεια σηµαντών 
английский => греческий (новогреческий)
Market Research DisclaimerΑποποίηση ευθυνών σχετικά με την έρευνα αγοράς, Αποποίηση ευθυνών για την έρευνα αγοράς 
английский => греческий (новогреческий)
mbarμιλιμπάρ / χιλιοστοβαρίδαις 
английский => греческий (новогреческий)
Measuring scoopμεζούρα 
английский => греческий (новогреческий)
Merry ChristmasΚαλά Χριστούγεννα /Ευτυχισμένα Χριστούγεννα 
английский => греческий (новогреческий)
messagingαποστολή μηνυμάτων, αποστολή γραπτών μηνυμάτων 
английский => греческий (новогреческий)
metallocene catalystκαταλύτης μεταλλοκενίων 
английский => греческий (новогреческий)
methyldopaΜεθυλντόπα 
английский => греческий (новогреческий)
metricsμετρήσεις, μετρική, συστήματα/μέθοδοι/δείκτες μέτρησεις 
английский => греческий (новогреческий)
micro / macrovascular complicationsμικροαγγειακές / μακροαγγειακές επιπλοκές 
английский => греческий (новогреческий)
Microwave radio linksραδιομικροκυματικές ζεύξεις / συνδέσεις 
английский => греческий (новогреческий)
minλ. / λεπτά 
английский => греческий (новогреческий)
mind-bending wallop of ginτεράστια μεζούρα τζιν 
английский => греческий (новогреческий)
mixing bagsσακκούλες/ σάκκοι ανάμειξης 
английский => греческий (новогреческий)
mobile workerμετακινούμενος εργαζόμενος 
английский => греческий (новогреческий)
modalitiesλεπτομέρειες, ρυθμίσεις, όροι 
английский => греческий (новогреческий)
mode fieldπεδίο τρόπου 
английский => греческий (новогреческий)
modularσυναρμολογούμενο, αρθρωτό 
английский => греческий (новогреческий)
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search