Translation glossary: EL abbreviations

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 251-300 of 584
« Prev Next »
 
ΩΧΒ [κιλοβατώρα]kWh 
греческий (новогреческий) => английский
δ.ο.δραστική ουσία - active substance 
греческий (новогреческий) => английский
ι.π. (μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού)p.e. (population equivalent) 
греческий (новогреческий) => английский
κ.εκ.σκ.κυβικά εκατοστά σκευάσματος - cubic centimetres of product 
греческий (новогреческий) => английский
με ΠΣμε προγραμματικές συμβάσεις, under programme contracts 
греческий (новогреческий) => английский
ν/σνομοσχέδιο 
греческий (новогреческий) => английский
οι ΕΑΣοι Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών 
греческий (новогреческий) => английский
Μ.Π.Υ. [Cyprus]Μητρώο Ποινικών Υποθέσεων - Register of Criminal Cases 
греческий (новогреческий) => английский
Μ.Δ. [ΕΛΤΑ]μονάδα διανομής - distribution unit 
греческий (новогреческий) => английский
Μ/Σμετασχηματιστής 
греческий (новогреческий) => английский
Μ/Σμαγνητικός συντονισμός, magnetic resonance 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΚΦ άρθρωσημετακαρποφαλαγγική άρθρωση - metacarpophalangeal (MCP) joint 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΟΥΣMusician (navy) 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΟΕμέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης - confidence-building measures, CBMs 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΟΙΚμεμονομένα οχήματα ιδιαίτερης κατασκευής 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΣΚΜονάδα Συνδυασμένου Κύκλου, Combined-Cycle Unit 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΣΣμέρος του συμφώνου συμβίωσης - party to the cohabitation agreement 
греческий (новогреческий) => английский   Юриспруденция: Налоги и таможня
ΜΣΑΦμη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα - NSAIDs 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΣΕΘΜουσική Εθνοφυλακής - Army (National Guard) Band 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΤΝΜετοχικό Ταμείο Ναυτικού, Marine Equities Fund 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΦΙΜπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο - Benaki Phytopathological Institute 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΗΠΑμέση ημερήσια ποσότητα απορριμμάτων ανά κάτοικο 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΗΤΕΜητρώο Τουριστικών Επιχειρήσεων 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΑΠΜέσα Ατομικής Προστασίας 
греческий (новогреческий) => английский   Безопасность
ΜΑΡΚμοναδικός αριθμός καταχώρησης 
греческий (новогреческий) => английский   Юриспруденция: Налоги и таможня
ΜΑΣΕΠΕΜοίρα Αεροφερόμενου Συστήματος Εγκαίρου Προειδοποίησης και Ελέγχου 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΑΦΜονάδα Αυξημένης Φροντίδας - Enhanced Care Unit 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΑΜΦΟμέγιστη αποδεκτή μάζα φορτωμένου οχήματος - maximum permissible laden weight (of vehicle), MPLW 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΑΔμονάδες αγοραστικής δύναμης, purchasing power parity units 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΑΕΔΥΜονάδα Αεροπορικής Εξυπηρέτησης Δημοσίων Υπηρεσιών 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΕΤΠΟΜητρώο Ελέγχου Τήρησης Περιβαλλοντικών Όρων 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΕΘΜονάδα Εντατικής Θεραπείας, Intensive Care Unit, ICU 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΕΑ ΕΕΜόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, Permanent Representation of Greece to the European Union 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΕΓΑΠΜονάδα Εξυπηρέτησης Αεροσκαφών Γενικής Αεροπορίας Πάχης 
греческий (новогреческий) => английский
ΜΛΑΜουσικό Λαογραφικό Αρχείο, Musical Folklore Archives 
греческий (новогреческий) => английский
ειδικό τέλος ΑΠΕειδικό τέλος Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας - special Renewable Energy Sources charge 
греческий (новогреческий) => английский
εν ΚΠόλειεν Κωνσταντινουπόλει - in Constantinople / Istanbul 
греческий (новогреческий) => английский
ΖΟΕΖώνη Οικιστικού Ελέγχου - Housing Control Zone, controlled urban zone 
греческий (новогреческий) => английский
ΖΟΕΖώνη Οικιστικού Ελέγχου 
греческий (новогреческий) => английский
ΖΕΕΚΖώνη Ελεγχόμενης Εισόδου και Κυκλοφορίας - Controlled Entry and Circulation Zone 
греческий (новогреческий) => английский
Η/Ζηλεκτροπαραγωγό ζεύγος - generator, generating set 
греческий (новогреческий) => английский
ΗΑΔΗμερήσια Αναγκαία Δόση, Daily Requirement 
греческий (новогреческий) => английский
ΗΕΠΗµερήσιος Ενεργειακός Προγραµµατισµός, Daily Energy Planning 
греческий (новогреческий) => английский
Α.Μ.Τ.Αριθμός Μητρώου Τμήματος 
греческий (новогреческий) => английский
Α/Καλιευτικό, fishing vessel 
греческий (новогреческий) => английский
Α/Κ (σκάφος)αλιευτικό σκάφος - fishing boat 
греческий (новогреческий) => английский
Α/Σαεριοστρόβιλος - gas turbine 
греческий (новогреческий) => английский
ΑΚΠαιμορραγία κατώτερου πεπτικού 
греческий (новогреческий) => английский
ΑΚΥΑστικό Κέντρο Υγείας 
греческий (новогреческий) => английский
ΑΟΖαποκλειστική οικονομική ζώνη - exclusive economic zone, EEZ 
греческий (новогреческий) => английский
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search