Translation glossary: Law Glossary-Terminology [bolt-on exegeses], English to French-English to Greek

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 401-450 of 1,574
« Prev Next »
 
Certificate of IncumbencyΠιστοποιητικό Μετόχων και Διευθυντών
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
Certificate of Occupancyπιστοποιητικό καταλληλότητας κτιρίου
 
английский => греческий (новогреческий)
CFR (case fatality rate)δείκτης θνητότητας, ποσοστό θνητότητας
 
английский => греческий (новогреческий)
CFR (case fatality rate)δείκτης θνητότητας, ποσοστό θνητότητας
 
английский => греческий (новогреческий)
CFR (case fatality rate)δείκτης θνητότητας, ποσοστό θνητότητας
 
английский => греческий (новогреческий)
chef de missionground for the expert appraisal
 
французский => английский
choral modulation(μουσ.) χορική μετατροπία | (μτφ.) αλλαγή τόνου
 
английский => греческий (новогреческий)
choral modulation(μουσ.) χορική μετατροπία | (μτφ.) αλλαγή τόνου
 
английский => греческий (новогреческий)
citizenshipπολιτειότητα
 
английский => греческий (новогреческий)
citizenshipπολιτειότητα
 
английский => греческий (новогреческий)
civil statusΟικογενειακή κατάσταση 
английский => греческий (новогреческий)
civil unionαστική ένωση / (ένωση αστικού χαρακτήρα)
 
английский => греческий (новогреческий)
civil unionαστική ένωση / (ένωση αστικού χαρακτήρα)
 
английский => греческий (новогреческий)
civil unionαστική ένωση / (ένωση αστικού χαρακτήρα)
 
английский => греческий (новогреческий)
close-out margin rule, automatic margin close-outπρακτικής του αυτόματου περιθωρίου κλεισίματος θέσης / εκκαθάρισης
 
английский => греческий (новогреческий)
close-out margin rule, automatic margin close-outπρακτικής του αυτόματου περιθωρίου κλεισίματος θέσης / εκκαθάρισης
 
английский => греческий (новогреческий)
close-out margin rule, automatic margin close-outπρακτικής του αυτόματου περιθωρίου κλεισίματος θέσης / εκκαθάρισης
 
английский => греческий (новогреческий)
Closing Datedate de conclusion du contrat
 
английский => французский
Closing Datedate de conclusion du contrat
 
английский => французский
Closing Datedate de conclusion du contrat
 
английский => французский
co-originalισαρχέγονος
 
английский => греческий (новогреческий)
co-originalισαρχέγονος
 
английский => греческий (новогреческий)
co-originalισαρχέγονος
 
английский => греческий (новогреческий)
co-respondentσυνεναγόμενος (διαζύγιου για λόγους μοιχείας)
 
английский => греческий (новогреческий)
co-respondentσυνεναγόμενος (διαζύγιου για λόγους μοιχείας)
 
английский => греческий (новогреческий)
co-respondentσυνεναγόμενος (διαζύγιου για λόγους μοιχείας)
 
английский => греческий (новогреческий)
commissaire aux apportsvaluer of contributions in kind to the capital of a company
 
французский => английский
Commune déléguée de Montaigu-VendéeDelegated municipality of Montaigu-Vendée
 
французский => английский
comparutionidentification details
 
французский => английский
compounding; compound interestανατοκισμός, σύνθετη κεφαλαιοποίηση, σύνθετος τόκος
 
английский => греческий (новогреческий)   Финансы (в целом)
compounding; compound interestανατοκισμός, σύνθετη κεφαλαιοποίηση, σύνθετος τόκος
 
английский => греческий (новогреческий)   Финансы (в целом)
CONCONTRAT / CONTRACT
 
французский => английский
conditions de fondsubstantive requirements
 
французский => английский
condominium associationένωση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας
 
английский => греческий (новогреческий)
condominium associationένωση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας
 
английский => греческий (новогреческий)
condominium associationένωση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας
 
английский => греческий (новогреческий)
condominium associationένωση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας
 
английский => греческий (новогреческий)
congé légal payéstatutory paid leave/time off
 
французский => английский
consolidated/unconsolidated state of affairsενοποιημένη και μη ενοποιημένη κατάσταση, οικονομική κατάσταση της εταιρείας σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση
 
английский => греческий (новогреческий)   Бизнес / Коммерция (в целом)
consolidated/unconsolidated state of affairsενοποιημένη και μη ενοποιημένη κατάσταση, οικονομική κατάσταση της εταιρείας σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση
 
английский => греческий (новогреческий)   Бизнес / Коммерция (в целом)
consummationολοκλήρωση του γάμου
 
английский => греческий (новогреческий)
consummationολοκλήρωση του γάμου
 
английский => греческий (новогреческий)
consummationολοκλήρωση του γάμου
 
английский => греческий (новогреческий)
contested incompatibilityδιαφορά μεταξύ δύο τουλάχιστον αντιμαχόμενων μερών/ομάδων, επίμαχη ασυμβατότητα
 
английский => греческий (новогреческий)
contrat bilatéralbilaterial contract; indenture
 
французский => английский
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search